Παραδοσιακά, η Μεγάλη Βρετανία ήταν μια χώρα η οποία προσέλκυε μια προνομιούχα κατηγορία της ελληνικής μετανάστευσης, η οποία αφορούσε ως επί το πλείστον πανεπιστημιακούς, τραπεζίτες, γιατρούς και εμπόρους, ενώ διαχρονικά αποτέλεσε κέντρο της ελληνικής εφοπλιστικής κοινότητας. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική διασπορά στη χώρα αυτή ήταν μια κοινότητα με πιο «ελιτίστικη» νοοτροπία σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία, στις οποίες η μετανάστευση αφορούσε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η Μεγάλη Βρετανία, ως χώρα των υπηρεσιών, της σύγχρονης ιατρικής, των πανεπιστημίων και του τραπεζικού κλάδου, απορροφούσε συστηματικά τη λεγόμενη «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain), ακόμη και σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα μάλιστα κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει αποτελέσει πόλο έλξης για σημαντικό αριθμό ελλήνων φοιτητών, αρκετοί από τους οποίους παρέμειναν για εργασία μετά τις σπουδές τους.

Η οικονομική κρίση έφερε μεγάλες αλλαγές στην ελληνική μετανάστευση προς τη Μεγάλη Βρετανία. Κατ’ αρχήν, η χώρα αναδείχτηκε στον δεύτερο πιο δημοφιλή προορισμό της νέας αποδημίας από την Ελλάδα μετά τη Γερμανία, με τον ελληνικό πληθυσμό να διπλασιάζεται σε λιγότερο από μια δεκαετία. Μάλιστα, η μετανάστευση παρουσιάζει μέχρι το 2017 σταθερή αυξητική τάση, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες προορισμού όπου οι μεταναστευτικές ροές μετά το 2013 τείνουν να μειώνονται. Ταυτόχρονα, το πρόσφατο μεταναστευτικό ρεύμα στη Μεγάλη Βρετανία είναι πιο πολυπρόσωπο και κοινωνικά ισορροπημένο σε σχέση με τα προηγούμενα. Ελληνες όλων των ηλικιών και κοινωνικών τάξεων έχουν μετοικήσει στη Βρετανία προς αναζήτηση εργασιακών ευκαιριών, όχι μόνο στους παραδοσιακούς κλάδους των υψηλότερα αμειβόμενων υπηρεσιών, αλλά και σε κλάδους στην πιο ευέλικτη αγορά εργασίας με χαμηλότερες αποδοχές, όπως στους τομείς τροφοδοσίας, οικοδομικών δραστηριοτήτων και οικιακών επαγγελμάτων. Λόγω της οικονομικής κρίσης, η Βρετανία αναδείχτηκε από τόπο εγκατάστασης της προνομιούχας ελληνικής διασποράς σε έναν μικρόκοσμο της ελληνικής κοινωνίας. Σε αυτόν τον νέο τόπο παραμονής, οι ηλικιακά νεότεροι σύγχρονοι μετανάστες δημιουργούν και μεγαλώνουν τις οικογένειές τους, μειώνοντας κατά συνέπεια και τον μέσο όρο ηλικίας της ελληνικής διασποράς στη Βρετανία. Ανάμεσα στους νέους μετανάστες περιλαμβάνονται όχι μόνο Ελληνες της διασποράς με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά και ευρύτερα έλληνες υπήκοοι αλβανικής ή άλλης καταγωγής ή μετανάστες ελληνικής καταγωγής από τις Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και την Αλβανία που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και οι οποίοι αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα της εξερχόμενης μετανάστευσης από την Ελλάδα κατά την περίοδο της κρίσης.

Αυτός ο πολυποίκιλος κόσμος μεταναστών από την Ελλάδα στη Βρετανία, εκτός από τον απόηχο της ελληνικής κρίσης, έχει να διαχειριστεί (όπως και άλλοι ευρωπαίοι πολίτες στη Βρετανία) μια νέα αβεβαιότητα, αυτή της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι η προοπτική του Brexit τα τελευταία δύο χρόνια δεν έχει ανακόψει το μεταναστευτικό ρεύμα στη Βρετανία. Στοιχεία από τις νέες εγγραφές για απόκτηση εθνικού αριθμού ασφάλισης (Νational Ιnsurance Number) δείχνουν ότι η μείωση στον αριθμό αφίξεων από την Ελλάδα είναι αμελητέα. Παράλληλα, από ευρήματα έρευνας που εκπονείται από το Πρόγραμμα της Ελληνικής Διασποράς στο Τμήμα Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (SEESOX) προκύπτει ότι οι περισσότεροι Ελληνες στη Βρετανία προσανατολίζονται προς την παραμονή τους στη χώρα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το άμεσο μέλλον, ενώ η προοπτική του Brexit δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει σημαντικά τα σχέδιά τους. Αντίθετα, οι πρόσφατα αφιχθέντες αλλά και οι παλαιότερες γενιές της ελληνικής διασποράς προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση είτε με το να εξασφαλίσουν άδεια παραμονής, είτε με αίτηση για βρετανική υπηκοότητα εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις. Παράλληλα, οι παλιότερες γενιές Ελλήνων της διασποράς είτε ξεσκονίζουν τα ελληνικά τους διαβατήρια στην περίπτωση αυτών με διπλή υπηκοότητα κατόχων ελληνικού διαβατηρίου, είτε ανακαλύπτουν τις ελληνικές τους ρίζες και κάνουν αίτηση για την ελληνική υπηκοότητα στην περίπτωση βρετανών υπηκόων με ελληνική καταγωγή, με απώτερο στόχο την κατοχή ελληνικού διαβατηρίου που θα τους επιτρέψει ελεύθερη μετακίνηση στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Μια επίσκεψη στο Προξενείο του Λονδίνου μια εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Οι αιτήσεις για έκδοση διαβατηρίων είναι καθημερινές, οι αιτήσεις για ελληνική υπηκοότητα έχουν ξαφνικά εμφανιστεί στο προσκήνιο, οι αιτήσεις για στρατολογική αναβολή συνεχίζονται με μεγαλύτερη ισχύ δεδομένης της πρόθεσης ελλήνων φοιτητών να εργαστούν στη Βρετανία. Το Ελληνικό Προξενείο στο Λονδίνο, το οποίο παρεμπιπτόντως, υποβαθμίστηκε από Γενικό Προξενείο σε Προξενικό Γραφείο τον Ιούνιο του 2011, με αρνητικές επιπτώσεις στον αριθμό του προσωπικού, έχει δει τη δουλειά του να πολλαπλασιάζεται τα τελευταία χρόνια, πρώτα λόγω της αυξανόμενης ροής ελλήνων μεταναστών και πιο πρόσφατα λόγω της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ελληνες μετανάστες από κάθε κοινωνική τάξη, πρώτης και δεύτερης γενιάς, αναζητούν διέξοδο όχι μόνο από την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα του Brexit, αλλά και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους με την Ελλάδα της κρίσης σε θέματα περιουσιακά, οικονομικά ή στρατολογικά. Ενας ελληνικός μικρόκοσμος στη Βρετανία του Brexit προσπαθεί όχι μόνο να διαχειριστεί μια ρευστή κατάσταση με την Ελλάδα, αλλά και να ενταχθεί στη νέα δύσκολη πραγματικότητα της χώρας υποδοχής.

Ο κ. Οθων Αναστασάκης είναι διευθυντής του Κέντρου Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συντονιστής του Προγράμματος για την Ελλληνική Διασπορά. Ο κ. Μανώλης Πρατσινάκης είναι επιστημονικός συνεργάτης και υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση στο Τμήμα Πολιτικών και Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.